εὐνουχοειδής

εὐνουχοειδής
εὐνουχοειδής, ές,
A like a eunuch, Hp.Aër.22 ([comp] Sup.):—also [full] εὐνουχώδης, ες, Philostr. VS1.25.9, Aët.16.26, Suid. s.v. ἄρρεν.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευνουχοειδής — εὐνουχοειδής, ές και εὐνουχώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με ευνούχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος + ειδής (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • εὐνουχοειδέστατοι — εὐνουχοειδής like a eunuch masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”